κωδίκελλος

κωδίκελλος
tamamlayıcı, vasiyetname

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κωδίκελλος — ο (AM κωδίκελλος, Α και κωδίκιλλος) διάταξη τελευταίας βούλησης τού διαθέτη, η οποία συμπληρώνει ή τροποποιεί τη διαθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. codic illus, υποκορ. τού codex «δέλτος»] …   Dictionary of Greek

  • κωδικελλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωδίκελλο 2. φρ. «κωδικελλική ρήτρα» η επιθυμία τού διαθέτη, η οποία περιέχεται στη διαθήκη του, να ισχύσει η τελευταία ως κωδίκελλος σε περίπτωση ακύρωσής της. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωδίκελλος. Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • επιδιαθήκη — ἐπιδιαθήκη, ἡ (Α) 1. συμπληρωματική διαθήκη, κωδίκελλος 2. εγγύηση, ασφάλεια …   Dictionary of Greek

  • κωδίκιλλος — κωδίκιλλος, ὁ (Α) βλ. κωδίκελλος …   Dictionary of Greek

  • υπερδιαθήκη — ἡ, Α [διαθήκη] κωδίκελλος διαθήκης …   Dictionary of Greek

  • Κωστομοίρης — Επώνυμο οικογένειας αξιωματούχων της βυζαντινής περιόδου. 1. Ιωάννης (12ος 13ος αι.). Ανώτερος υπάλληλος στην Αυλή των αυτοκρατόρων της Νίκαιας. Επί βασιλείας Ιωάννη Βατάτζη (1222 54) αναφέρεται ως απογραφέας του καπετανίκιου της Σμύρνης. 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”